- αδιάσελος
- -η, -ο [διάσελο](για ορεινές περιοχές) αυτός που δεν έχει διάσελα, δηλαδή περάσματα, διόδους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιάσελος — η, ο αυτός που δεν έχει διάσελα, περάσματα: Από τη μεριά εκείνη το βουνό είναι αδιάσελο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)